- κτηνοβασία
- η мед. скотоложство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηνοβασία — η (Μ κτηνοβασία) [κτηνοβάτης] η συνουσία με ζώο … Dictionary of Greek
κτηνοβασία — η συνουσιασμός ανθρώπου με ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλογεύομαι — (Α ἀλογεύομαι) [ἄλογος] 1. είμαι παράλογος, μιλώ παράλογα 2. προσποιούμαι τον παράλογο 3. (Εκκλ.) [ἄλογον] λέγεται για την παρά φύση ασέλγεια και την κτηνοβασία … Dictionary of Greek
ασέλγεια — Κάθε ακόλαστη πράξη που αποσκοπεί στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής. Υπάρχουν πολλοί χαρακτηρισμοί των εγκλημάτων α., με κυριότερους τον εξαναγκασμό σε α., την κατάχρηση σε α. (εξώγαμη συνουσία με άτομο που δεν έχει σώας τας φρένες),… … Dictionary of Greek
ζωοφθορά — (I) ζωοφθορά, ή (Α) κτηνωδία, διαστροφή, βαρβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φθορά (< φθείρω)]. (II) ζῳοφθορά, ή (Α) ζωοφθορία*, κτηνοβασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + φθορά (< φθείρω)] … Dictionary of Greek
ζωοφθορία — (I) ζωοφθορία, ἡ (Α) έκτρωση, αποβολή, άμβλωση, έκτρωμα, εξάμβλωμα, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φθορια (< φθορος < φθείρω), πρβλ. αλληλο φθορία, οικο φθορία]. (II) ζῳοφθορία, ἡ (Α) διαφθορά ζώων, σαρκική μίξη με ζώα, κτηνοβασία.… … Dictionary of Greek
κτηνοφθορία — κτηνοφθορία, ἡ (Μ) [κτηνοφθόρος] κτηνοβασία … Dictionary of Greek
σοδομία — η, Ν 1. κάθε ομοφυλοφιλική πρακτική μεταξύ ανδρών ιδίως η παιδεραστία 2. η πρωκτική συνουσία 3. η κτηνοβασία 4. κάθε άλλη σεξουαλική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σόδομα] … Dictionary of Greek